- αργυρεύω
- ἀργυρεύω, (Α) [άργυρος]σκάβω για να βρω άργυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργυρευόντων — ἀργυρεύω dig for silver pres part act masc/neut gen pl ἀργυρεύω dig for silver pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek